- δυσωρεομαι...
- δυσωρέομαι...δυσωρέω, δυσωρέομαιнести трудную охрану
(κύνες περὴ μῆλα δυσωρήσονται - v. l. δυσωρήσωσιν Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κύνες περὴ μῆλα δυσωρήσονται - v. l. δυσωρήσωσιν Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δυσωρήσονται — δυσωρέομαι keep painful watch fut ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσωρήσωνται — δυσωρέομαι keep painful watch aor subj mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)